γραπτήρ

γραπτήρ
γραπτήρ, ο (Α) [γράφω]
ο συγγραφέας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γραπτῆρα — γραπτήρ writer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραπτῆρας — γραπτήρ writer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”